"ΚΙΡΡΑ" Φωκικά Χρονικά του Γιώργου-Κωνσταντίνου Κούκιου

 Δημοσιεύθηκε στα Φωκικά χρονικά 1998-1999
Κίρρα
  Γυρνώ το βλέμμα αργά, στην πηγή καθισμένος.Ήπια νερό,Άγιο Νερό...το στόμα γέμισα γλυκόπικρη μεταλαβιά. Καθίσανε τα μάτια μετά την θάλασσα,στα κύματα του ελαιώνα...Όλα είναι εδώ...Κι ας είν΄ κατεστραμμένα και μισά.Μπροστά μου ο Πλείστος και οι εκβολές του. Κάτω μου η πηγή και τ'Άγιο νερό της.Κι αναλογίζω και θυμάμαι...

"Μέρες πολλές επάσχιζε να μπεί μέσα ο Κλεισθένης
-της Σικυώνος τύραννος και πολυξακουσμένος-
τα τείχη τα πανύψηλα της Κίρρας να λυγίσει
τ'όμορφο επίνειο των Δελφών να κάψει,να χαλάσει.

Να τιμωρήσει τους Φωκείς για την ασέβειά τους
όπου εκμεταλλεύονταν τον δρόμο για του Φοίβου
το δοξασμένο Ιερό και τ'άγιο Μαντείο
που έδινε πάντοτε χρησμό σ'όποιον το εζητούσε
μέσα απ'το στόμα της σεπτής κι απόμακρης Πυθίας.
Καθώς ανάσαινε καπνούς μυρτιάς και πικροδάφνης.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό
(πως φτειάχναν και πουλούσαν
ειδώλεια περίτεχνα,λογιών λογιών λιβάνια).
Όριζαν στο επίνειο τον φόρο στα καράβια
κι ακόμη,που θα πέρναγαν τη νύχτα οι ταξιδιώτες
-με το αζημίωτο ασφαλώς,να πέσουν να πλαγιάσουν-
αφού αρχικά καλά τραφούν με σφάγια από θυσίες.

Έτσι λοιπόν δεν άρεσαν αυτά στις γύρω πόλεις
που όλες μαζί απάρτιζαν την Αμφικτυονία
κι από την άλλη, τι να πουν; σάμπως η γη ποιών ήταν;
εκείνων που ήταν μακρυά; ή ετούτων; των Κιρραίων;

Τους απαγόρεψαν λοιπόν να κάνουν καλλιέργειες
στο χώρο που 'γινε  ''ιερός'' για χάρη του Μαντείου.
Άλλως ο τόπος έπαιρνε τιμή και δόξα τόση
που σύντομα η Κίρρα εγένετο η πρώτη πολιτεία,
μαζί με τη γειτονική καταμεσής του δρόμου
που οδηγάει στους Δελφούς: την Κρίσα την Πετρώδη.

Σκούρες δουλειές σκαρφίστηκαν στην Αμφικτυονία,
να ξεπαστρέψουν γρήγορα τις δύο ετούτες πόλεις
κι όχι μονάχα να χαθούν,μα για να ξεμπερδεύουν,
να τους κιλλήσουν ρετσινιά πως ήτανε προδότες
κι ανίεροι καταπατητές θεσμών,φυλής και όρκων.

Μέρες πολλές επάσχιζε ο Κλεισθένης να τους ρίξει,
μα αυτοί κλεισμένοι στα τειχιά βαστούσαν σαν λιοντάρια.

Πήρε τότε κι ο τύραννος απόφαση να κόψει
την κοίτη που 'φερνε νερό ως μέσα εκεί στη πόλη
γλυκό του Πλείστου ποταμού που πότιζε το κάμπο.

Δίψασαν και κοράκιασαν οι έρημοι οι Κιρραίοι
σκάψαν πηγάδια αμέτρητα μα στέρφα απομείναν
για πιόμα ό,τι είχαν σώθηκε μονάχα σε μια μέρα.
Λάδι, κρασί και θάλασσα ακόμη δοκιμάσαν.

Του κάκου είχαν υπομονή μονάχοι πολεμούσαν
ρουφώντας τον ιδρώτα τους ,το σάλιο και το αίμα
που χύνονταν αδελφικό επάνω στις επάλξεις.

Έτσι λοιπόν συνέχιζαν κακήν κακώς στο βρόντο
ώσπου επενέβη ο Σόλωνας ο κοσμοξακουσμένος.
των Αθηναίων εμπνευστής των νόμων και της πόλης.

 Είπε λοιπόν το τέχνασμα στον άκαρπο Κλεισθένη
να στρέψει αλλούθε το νερό του Πλείστου λίγες ώρες
να ποτιστεί το νάμα του στου ελλέβορου τη ρίζα
-καρπού μικρού ολόμαυρου,φαρμάκου για την τρέλλα
που όποιος το πιεί δεν στέκεται,τον κόβει η ανάγκη,
μέχρι που ξεπαστρεύεται κι άπνοος χάμω πέφτει-
Μαυρίσανε τα σωθικά Κιρραίων και Κρισαίων...
Δίψα τους έκαιγε φριχτή κι εφλέγονταν με πόθο,
να πιούν νερό κι ας είν' θολό κι ας είν' μαγαρισμένο
τέτοιο μαρτύριο πέρναγαν άνανδρα χτυπημένοι,
μα που να ιδούν τους τύραννους τι ώρα ετοιμάζαν"







Γιώργος -Κωνσταντίνος Κούκιος



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου